Αντίς Αμπέμπα

Αντίς Αμπέμπα
(Addis Abeba). Πόλη (2.639.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Αιθιοπίας. Η ανάπτυξή της είναι πρόσφατη· όταν το 1896 o Μενελίκ την όρισε πρωτεύουσα, δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό στην εύφορη περιοχή Σιοά, στην καρδιά του αιθιοπικού οροπεδίου. Με την πολεοδομική ανάπτυξη, την οποία ευνόησε και το άνοιγμα της σιδηροδρομικής γραμμής του Τζιμπουτί (1917), δημιουργήθηκε μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις, με φτωχόσπιτα των ιθαγενών και σύγχρονα κτίρια ευρωπαϊκού τύπου. Η πόλη, της οποίας η ονομασία στην αμχαρική σημαίνει νέο άνθος, εκτείνεται σε διάφορα υψώματα και καλύπτει 450 τ. χλμ. με μέσο υψόμετρο 2.450 μ. H ανάπτυξη των καπνοβιομηχανιών και των βιομηχανιών τσιμέντου έδωσαν νέα ώθηση στην οικονομική ζωή της πόλης που διαθέτει επιπλέον υφαντουργικές βιομηχανίες, εργοστάσια παραγωγής οικοδομικών υλών και επεξεργασίας μετάλλων, παράλληλα με τις εμπορικές εξαγωγικές επιχειρήσεις καφέ (κυριότερο εξαγωγικό προϊόν) και δημητριακών. Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Α.Α. έγινε σημαντικό πολιτικό κέντρο, ως έδρα της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Αφρική και της Οργάνωσης για την Αφρικανική Ενότητα. Κοντά στην πόλη βρίσκεται ένα σύγχρονο αεροδρόμιο με μεγάλη κίνηση. Το Μέγαρο του Κοινοβουλίου στην Αντίς Αμπέμπα, τυπικό δείγμα σύγχρονου κτιρίου της αιθιοπικής πρωτεύουσας (φωτ. E.P.S.). Χάλκινος ανδριάντας του αυτοκράτορα Μενελίκ Β’ στην Αντίς Αμπέμπα, ο οποίος όρισε την πόλη πρωτεύουσα της Αιθιοπίας. Μερική άποψη της Αντίς Αμπέμπα. Αριστερά, ο καθεδρικός ναός και τα άλλοτε αυτοκρατορικά ανάκτορα. Δεξιά, το κτίριο στο οποίο έδρευε η Οργάνωση για την Αφρικανική Ενότητα (φωτ. Cirani).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λεντάκης, Ανδρέας — (Αντίς Αμπέμπα, Αιθιοπία 1934 – 1997). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας από τους κύριους εμπνευστές και οργανωτές της Μαραθώνιας …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Μενελίκ ή Μενιλέκ — (Menelik II, 1844 – 1913). Αυτοκράτορας της Αβησσυνίας (σημερινή Αιθιοπία). Ήταν ηγεμόνας της φυλής των των Σόα (1865 89) και επέδειξε συγκεντρωτικές τάσεις. Αγωνίστηκε εναντίον του βασιλιά της Αιθιοπίας Ιωάννη Δ’, ο οποίος όμως τον νίκησε το… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… …   Dictionary of Greek

  • Αξώμη ή Αξούμ — (Aksum).Πόλη (34.300 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιθιοπίας, στην επαρχία Τιγκρέ, σε υψόμετρο 2.125 μ., 15 χλμ. ΝΔ της πόλης Άντουα. Είναι σημαντικό κέντρο διάθεσης γεωργικών προϊόντων (δημητριακά, καφές κ.ά.), με αξιόλογες βιοτεχνίες υφαντών,… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμενής, Βασίλειος — (Κεφαλονιά 1896 – Αθήνα 1964). Ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης. Πήρε τα πρώτα μαθήματα στην Καλλιτεχνική Σχολή της Κέρκυρας. Το 1915 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδαζε συγχρόνως στη νομική και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο Γ., εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”